- μέθοδοι
- μέθοδοςfollowing afterfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
αφαλάτωση — Η αφαίρεση του άλατος που περιέχεται σε μια ουσία. Λέγεται και αφάλιση. Η ανάγκη παραγωγής πόσιμου νερού από τα μεγάλα αποθέματα του θαλασσινού ώθησε την τεχνολογία να αναζητήσει μεθόδους μετατροπής, έπειτα από μια ειδική κατεργασία, του αλμυρού… … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
ισότοπα — Ατομικοί πυρήνες που έχουν τον ίδιο αριθμό πρωτονίων, και επομένως τον ίδιο ατομικό αριθμό, αλλά διαφέρουν ως προς τον αριθμό των νετρονίων. Επειδή η ατομική μάζα καθορίζεται από το άθροισμα των πρωτονίων και των νετρονίων του πυρήνα, τα ι. έχουν … Dictionary of Greek
γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… … Dictionary of Greek
ιατρική, εναλλακτική — Με τον όρο αυτό αναφέρονται διάφορες μέθοδοι πρόληψης και αντιμετώπισης ασθενειών που δεν εντάσσονται στη σύγχρονη συμβατική ιατρική του δυτικού κόσμου, γιατί θεωρούνται επιστημονικά αναπόδεικτες. Άλλοι όροι που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι… … Dictionary of Greek
βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… … Dictionary of Greek